χρεωλυτικός

χρεωλυτικός
και χρεολυτικός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεωλύσιο ή στην χρεωλυσία
2. φρ. «χρεωλυτικό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που συσσωρεύθηκε και αποταμιεύθηκε από επιχείρηση ή από κυβερνητικό οργανισμό, με στόχο την περιοδική αποπληρωμή ομολογιών, ομολόγων και προνομιακών μετοχών.
επίρρ...
χρεωλυτικώς και χρεολυτικώς Ν
με χρεωλυτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωλυσία / χρεωλύσιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρεολυτικός — ή, ό, Ν βλ. χρεωλυτικός …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτικώς — και χρεολυτικώς Ν επίρρ. βλ. χρεωλυτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”